περίκλασις — twisting round fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλάσει — περίκλασις twisting round fem nom/voc/acc dual (attic epic) περικλάσεϊ , περίκλασις twisting round fem dat sg (epic) περίκλασις twisting round fem dat sg (attic ionic) περικλά̱σει , περικλάω twist round aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλάσεις — περίκλασις twisting round fem nom/voc pl (attic epic) περίκλασις twisting round fem nom/acc pl (attic) περικλά̱σεις , περικλάω twist round aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) περικλά̱σεις , περικλάω twist round fut ind act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκλασιν — περίκλασις twisting round fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Периклаз — Формула MgO Сингония Кубическая Цвет Бесцветный, желтоватый, серо зелёный Цвет черты Белый Блеск Стеклянный Прозрачность Прозрачный Твёрдость 5,5 6 Спайность Совершенная Излом Раковистый Плотность 3 … Википедия
περίκλαστο — Ορυκτό που αποτελείται από φυσικό οξείδιο του μαγνησίου (MgO) με ευκαιριακές προσμείξεις FeO, ΜηΟ και ΖηΟ. Η κρυσταλλική δομή του μοιάζει με εκείνη των πετρωματωδών αλάτων και το χρώμα του είναι γκριζόασπρο, κίτρινο, σκοτεινό πράσινο ή μαύρο.… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԲԵԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0631 Chronological Sequence: 13c գ. περίκλασις, περίκαμψις circumflexio. Շրջաբեկութիւն ոլորակումն. ոլորակ. *եւ բանի պարբեկութիւնք եօթն են (ʼի գիր եւ ʼի խօսս). Վրդն. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)